ὑποκοριστικός — diminutive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκοριστικός — ή, ό / ὑποκοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῑδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό (ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό … Dictionary of Greek
ὑποκοριστικά — ὑποκοριστικός diminutive neut nom/voc/acc pl ὑποκοριστικά̱ , ὑποκοριστικός diminutive fem nom/voc/acc dual ὑποκοριστικά̱ , ὑποκοριστικός diminutive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκοριστικώτερον — ὑποκοριστικός diminutive adverbial comp ὑποκοριστικός diminutive masc acc comp sg ὑποκοριστικός diminutive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκοριστικῶν — ὑποκοριστικός diminutive fem gen pl ὑποκοριστικός diminutive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκοριστικόν — ὑποκοριστικός diminutive masc acc sg ὑποκοριστικός diminutive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκοριστικαί — ὑποκοριστικός diminutive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκοριστικοῖς — ὑποκοριστικός diminutive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκοριστικοῦ — ὑποκοριστικός diminutive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκοριστικῆς — ὑποκοριστικός diminutive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)