υποκοριστικός

υποκοριστικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που εκφράζει υποκορισμό (βλ. λ.), σμικρυντικός, χαϊδευτικός, κολακευτικός: Υποκοριστική κατάληξη.
2. το ουδ. ως ουσ., υποκοριστικό παράγωγη λέξη που δηλώνει υποκορισμό, που παρασταίνει δηλαδή ως μικρό ό,τι σημαίνει ο ακέραιος τύπος, άλλοτε χαϊδευτικά και άλλοτε κοροϊδευτικά: Oι λέξεις φεγγαράκι, ανθρωπάριο, φλογίτσα είναι υποκοριστικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑποκοριστικός — diminutive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκοριστικός — ή, ό / ὑποκοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῑδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό (ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό …   Dictionary of Greek

  • ὑποκοριστικά — ὑποκοριστικός diminutive neut nom/voc/acc pl ὑποκοριστικά̱ , ὑποκοριστικός diminutive fem nom/voc/acc dual ὑποκοριστικά̱ , ὑποκοριστικός diminutive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικώτερον — ὑποκοριστικός diminutive adverbial comp ὑποκοριστικός diminutive masc acc comp sg ὑποκοριστικός diminutive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικῶν — ὑποκοριστικός diminutive fem gen pl ὑποκοριστικός diminutive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικόν — ὑποκοριστικός diminutive masc acc sg ὑποκοριστικός diminutive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικαί — ὑποκοριστικός diminutive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικοῖς — ὑποκοριστικός diminutive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικοῦ — ὑποκοριστικός diminutive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκοριστικῆς — ὑποκοριστικός diminutive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”